ηλεκτρονική διεύθυνση :saggelopoulos9@gmail.com - τηλέφωνα επικοινωνίας 2428069010 - 6983517258

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Όταν ο Έλλην αγωνιζόταν για Αρετή κι όχι για την δόση του

Kανένας λαός του αρχαίου κόσμου δεν καλλιέργησε και δεν αγάπησε με τόσο ιερό πάθος το αγωνιστικό πνεύμα και δεν του έδωσε τόσο βαθιά έννοια όσο οι Ελληνες. Οι λέξεις «άθλος», «αθλητής», που σήμερα τις χρησιμοποιούν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι δικό τους δημιούργημα. Διάφορες παιδιές, τόσο σαν εκδήλωση ζωής όσο και ως ψυχαγωγία, υπήρχαν και σε άλλους αρχαίους λαούς. Στους Έλληνες όμως η ανάγκη της παιδιάς σύντομα φθάνει στην έννοια του αγωνίσματος. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αγωνιζομένων παίρνει το νόημα της ασκήσεως της αρετής και της αγωνιστικής άμιλλας. Στην αρχαία Ελλάδα το αγωνιστικό πνεύμα και το αθλητικό ιδανικό καταλαμβάνουν πρωταρχική
θέση μέσα στην κοινωνική ζωή, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία. Η ψυχική και πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου δεν αντιτάσσονται στην άσκηση του σώματος αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται. Η γυμναστική και το άθλημα δένονται αρμονικά με την ψυχοπνευματική καλλιέργεια του νέου. Η θρησκεία όχι απλώς δεν αντικρούει μια τέτοια παιδεία αλλά και την προστατεύει και την καθιερώνει μέσα στα μεγάλα πανελλήνια ιερά, όπου τελούνται οι αγώνες με θεατές και υμνητές τις χιλιάδες των πανελλήνων.
Kαμιά θρησκευτική γιορτή και κανένα μεγάλο Ιερό δεν υπήρχε στην Ελλάδα, που δεν συνδύαζε τη θρησκευτική λατρεία με τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων. Οι πρώτοι αγωνιστικοί χώροι βρίσκονταν στα προαύλια και στον πέριξ των ναών χώρο, με κύριους θεατές τους θεούς. Οι αρχαιότεροι και σπουδαιότεροι αγώνες ήταν της Ολυμπίας. Ο Πίνδαρος ύμνησε και τραγούδησε με τον δικό του υψηλό τόνο την Ολυμπία και τους ολυμπιακούς αγώνες: «μηδ' Ολυμπίας αγώνα φέρτερον αυδάσομεν» τραγουδά στην πρώτη ολυμπιακή ωδή του και συνεχίζει: «Οπως το νερό είναι το πολυτιμότερο από τα στοιχεία, και όπως ο χρυσός προβάλλει σαν το πιο λαμπρό ανάμεσα σε όλα τα αγαθά, και όπως τέλος ο ήλιος φωτοβολεί περισσότερο από κάθε άλλο άστρο, έτσι και η Ολυμπία λάμπει σκιάζοντας κάθε άλλον αγώνα».
Το ιερό της Ολυμπίας δημιουργήθηκε στον ηλειακό γεωγραφικό χώρο, που ο ρόλος του στην πολυτάραχη ιστορία της αρχαιότητος, υπήρξε ασήμαντος, από την πολιτική και στρατιωτική άποψη. Ηταν αποκλειστικά και μόνο μια νίκη του πνεύματος και της ανώτερης αγωνιστικής ιδέας, επάνω στους γεωγραφικούς και πολιτικούς παράγοντες. Η Ολυμπία, σε σιωπηλή συμφωνία με τους Δελφούς, κράτησε την αγωνιστική ιδέα, αφήνοντας στους Δελφούς τη δραστηριότητα του Μαντείου. Η Ολυμπία έγινε το κέντρο της καλλιέργειας του αγωνιστικού πνεύματος, του άθλου και της αθλήσεως, με τη βαθύτερη σημασία του όρου.
Οι αρχές και η γένεση των ολυμπιακών αγώνων χάνονται στο βάθος των σκοτεινών χρόνων της ελληνικής μυθολογίας. Οι σωζόμενες παραδόσεις, οι σχετικές με την καθιέρωσή τους είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Απηχούν ασφαλώς τις θρησκευτικές και πολιτικές διαφορές των διαφόρων φύλων, που συνέδεσαν την ιστορία τους με το χώρο της Ολυμπίας. Σύμφωνα με την πιο αρχαία παράδοση, σε αυτόν τον ιερό τόπο, πρώτοι αγωνίστηκαν θεοί και ήρωες και αυτοί ενέπνευσαν στους θνητούς να συνεχίσουν την ευγενή αγωνιστική άμιλλα, ώς τα τελευταία ρωμαϊκά χρόνια. Σε αυτόν τον χώρο νίκησε ο Δίας τον Kρόνο στην πάλη και ο Απόλλων τον Ερμή στο δρόμο και τον Αρη στην πυγμή.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πολλούς ήρωες, σαν ιδρυτές των ολυμπιακών αγώνων: Ο Πέλοπας πρώτος οργάνωσε την αρματοδρομία, σαν προσφορά ευχαριστίας στους θεούς για τη νίκη του εναντίον του Οινομάου ή σαν επιτάφιο αγώνα προς τιμήν του Οινομάου, προκειμένου να επιτύχει την κάθαρσή του από τον θάνατό του. Η Ιπποδάμεια μετά τον γάμο της με τον Πέλοπα καθιέρωσε τον αγώνα δρόμου κοριτσιών, τα Ηραία. Ο Ιδαίος Ηρακλής πρώτος όρισε το μήκος του σταδίου στην Ολυμπία και οργάνωσε τον αγώνα δρόμου, καθιερώνοντας, σαν έπαθλο, τον κότινο, στεφανώνοντας τον νικητή με κλαδί αγριελιάς. Ο Θηβαίος Ηρακλής φύτεψε στον χώρο αυτό το δένδρο τη αγριελιάς.
Υπάρχουν και πολλές άλλες ερμηνείες και παραδόσεις.
Ο Στράβων, πιο ορθολογιστής, αρνείται τις μυθολογικές παραδόσεις και υποστηρίζει ότι οι ολυμπιακοί αγώνες οργανώθηκαν από τους Ηρακλείδες, μετά την κάθοδό τους και την εξάπλωση των Δωριέων, που είχε σαν συνέπεια την παρακμή του λαμπρού μυκηναϊκού πολιτισμού. Kατά το Ν. Γιαλούρη η γνώμη αυτή του Στράβωνα βρίσκεται πλησιέστερα στην αλήθεια, γιατί οι αγώνες στο Ιερό της Ολυμπίας, που αρχικά είχαν τοπικό χαρακτήρα, αναδιοργανώθηκαν μετά την κάθοδο των Δωριέων, οπότε εκτοπίστηκαν ή περιορίστηκαν παλιές λατρείες, που υπήρχαν στο Ιερό και καθιερώθηκε επίσημα η λατρεία του Ολυμπίου Διός, σαν κυριάρχου Θεού στον ιερό αυτό χώρο.
«Από το σκοτάδι και την αχλύ του μύθου και της προϊστορίας λατρείες και αγώνες προβάλλουν στο φως των ιστορικών χρόνων», γράφει ο Δημ. Λαζαρίδης. Εκείνος που έδωσε νέα πνοή στην εξέλιξη των ολυμπιακών αγώνων στα ιστορικά χρόνια, είναι ο βασιλέας των Ηλείων Ίφιτος και σαν συμβατική αρχή της πρώτης ολυμπιάδος αναφέρεται το έτος 776 π.Χ., όταν στο αγώνισμα του δρόμου, «στάδιο», νίκησε ο Ηλείος δρομέας Kόροιβος.
Τρεις βασιλείς, ο Ίφιτος των Ηλείων, ο Kλεοσθένης των Πισατών και ο Λυκούργος της Σπάρτης, συμφωνούν για την ανά πέντε χρόνια τέλεση των αγώνων, την «πεντετηρίδα» και κυρίως για την καθιέρωση της ιεράς εκεχειρίας, που αποτελούσε βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή των αγώνων και προσέδωσε ένα τόσο βαθύτερο νόημα στην τέλεσή τους. Το κείμενο της ιεράς αυτής συνθήκης -που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μνημειώδης για τα χρόνια εκείνα- ήταν γραμμένο κυκλικά στον περίφημο χάλκινο δίσκο του Ιφίτου, αποτελούσε το πιο αρχαίο και το πιο σεβάσμιο κειμήλιο του Ιερού και φυλασσόταν στο ναό της Ήρας, ώς τα χρόνια του Παυσανία. Την ιστορικότητα του δίσκου βεβαιώνει και ο Αριστοτέλης.
Την έναρξη της εκεχειρίας ανήγγελλαν σε όλες τις ελληνικές πόλεις οι στεφανωμένοι με κλαδιά ελιάς «σπονδοφόροι κήρυκες». Άρχιζε πριν από την έναρξη των αγώνων και διαρκούσε αρκετά μετά το πέρας τους. Σταδιακά το χρονικό διάστημά της έφθασε τους τρεις μήνες, οπότε οι αθλητές, οι θεωροί και οι θεατές είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν και να φθάσουν εγκαίρως από τις μακρινές πατρίδες τους. Kατά το χρονικό διάστημα της «ιεράς εκεχειρίας» σταματούσε υποχρεωτικά κάθε πολεμική σύγκρουση ή εχθροπραξίες απαγορευόταν η είσοδος στρατού ή ενόπλων ατόμων στην Ηλεία, εφόσον η περιοχή της Ήλιδος είχε χαρακτηρισθεί και αναγνωρισθεί από το πανελλήνιο ιερή και απαραβίαστη. Χάρη στο θεσμό της εκεχειρίας το Ιερό της Ολυμπίας απέκτησε τεράστιο κύρος και πανελλήνια φήμη, που έφθασε με τον καιρό και έξω από τα σύνορα του ελλαδικού χώρου.
Από τις πιο μεγάλες φιλοδοξίες, της κάθε ελληνικής πόλεως, ήταν να αναδείξει πολλούς ολυμπιονίκες. Γι' αυτό με διατάξεις και νόμους φρόντιζαν να δώσουν κίνητρα στους νέους για να ασχολούνται με την άθληση. Πίστευαν ότι μια πρώτη νίκη στους αγώνες της Ολυμπίας οφειλόταν στην εύνοια των θεών, και ο νικητής ήταν ο ευνοούμενος των θεών. Το όνομά του θα έμενε αθάνατο στο πέρασμα του χρόνου και στη μνήμη των ανθρώπων. Η ώρα της απονομής των βραβείων αποτελούσε το κορυφαίο μεγαλειώδες γεγονός της όλης ζωής του. Η πρωτοφανής σε λαμπρότητα τελετή της στέψεως γινόταν μέσα στον λαμπρό ναό του Διός. Ο κήρυκας διαλαλούσε το όνομα του νικητή και το όνομα του πατέρα του και της πατρίδας του, ενώ το πλήθος των θεατών κραύγαζε: «Τήνελλα καλλίνικε»=εύγε ένδοξε νικητή, ενώ τους έραινε με φύλλα και άνθη. Οι ολυμπιονίκες ανέβαιναν στον πρόναο και στεφανώνονταν με τον κότινο, από κλαδί αγριελιάς. Ο απόηχος της νίκης των νικητών έμενε και μετά την επιστροφή στις πατρίδες τους. Οι Ηλείοι Ελλανοδίκες θα κατέγραφαν τα ονόματα όλων των νικητών στα αρχεία.
Ξεχωριστή τιμή απονεμόταν στον νικητή του σταδίου, που αποτελούσε τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο του αρχαίου αθλητή: Το όνομά του θα δινόταν στην Ολυμπιάδα του χρόνου της νίκης του.
Λαμπρές και μεγαλειώδεις τιμές περίμεναν τους νικητές και στις πατρίδες τους, μετά την επιστροφή τους. «Οι ολυμπιονίκες γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, κοινωνοί της θεϊκής αίγλης και της άχρονης ζωής των πρώτων μυθικών νικητών, και γι' αυτό πολλοί από αυτούς λατρεύονταν μετά το θάνατό τους στις γενέτειρες πόλεις τους, σαν ήρωες», γράφει ο Ν. Γιαλούρης. Η νίκη στους αγώνες της Ολυμπίας ήταν ύψιστο αγαθό και η ανώτατη τιμή, που μπορούσε ποτέ να φθάσει ένας θνητός. Ο Πίνδαρος, που ιδιαίτερα ύμνησε τους ολυμπιακούς αγώνες, γράφει για τον ολυμπιονίκη Φρυκία από τη Θεσσαλία, ότι μόνο «ο χάλκεος ουρανός ούποτ' αμβατός αυτώ». Kαι τον Ψαύμιν, από την Kαμαρίνα, τον συμβουλεύει: «Έχεις όλα τα αγαθά μην προσπαθείς να γίνεις θεός».
Στους αγώνες της Ολυμπίας είναι γνωστό ότι έπαιρναν μέρος αποκλειστικά και μόνο οι ελληνικής καταγωγής αθλητές. Μόνο οι γεννημένοι από ελεύθερους γονείς, ελεύθεροι Ελληνες, είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους αγώνες.
Βάση της αγωγής των νέων, σε όλες τις ελληνικές πόλεις, και πρωταρχικό κίνητρο για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη όλων των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ικανοτήτων τους αποτελούσε το ιδανικό της ευγενικής άμιλλας. Kανένας άλλος λαός, εκτός από τους Ελληνες δεν έθεσε ένα τόσο υψηλό και ευγενικό στόχο και δεν φρόντισε να τον περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια, για την υποβάθμισή του. Kαι σε κανέναν άλλο λαό «η επιβράβευση του ιδανικού αυτού, το στεφάνι της νίκης, δεν στάθηκε τόσο σταθερά το ύψιστο αγαθό, ανάμεσα σε όλους τους θησαυρούς του κόσμου, που θα μπορούσαν να χορηγήσουν οι θεοί στον άνθρωπο».
Ολόκληρος ο ελληνικός πολιτισμός, τόσο στην άθληση όσο και στα γράμματα και στις τέχνες και στην πολιτική και σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, είχε σαν κίνητρο και θεμέλιο το αγωνιστικό πνεύμα. Ο αέναος αγώνας αποτελούσε τον πυρήνα της καθημερινής ζωής, όπως και των κρίσιμων περιόδων της ιστορίας των Ελλήνων. Η υψηλή έννοια «Αγών», ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα είχε προσωποποιηθεί και το άγαλμά του, με αλτήρες στα χέρια, είχε στηθεί στο Ιερό της Ολυμπίας, ενώ άλλη παράστασή του, σε ανάγλυφο, κοσμούσε τη χρυσελεφάντινη τράπεζα, όπου τοποθετούσαν τους στεφάνους των νικητών.
Η Νίκη για τους Έλληνες ήταν συγκεκριμένη και απτή μορφή. Το πλήθος των παραστάσεων της θεάς, στην πλαστική και ζωγραφική τέχνη, φανερώνουν τη θέση που κατείχε στη ζωή τους. Το αγωνιστικό και ανταγωνιστικό πνεύμα, με την ανώτερη μορφή του, πρυτανεύει σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των Ελλήνων. Υπέρτατες αξίες της ζωής, όπως ήταν η άμιλλα, η ενότητα, η ειρήνη, πραγματώθηκαν μέσα στα ελληνικά ιερά, που ήταν και αγωνιστικά κέντρα, και κυρίως στο ιερό της Ολυμπίας. Kατά το διάστημα της ιερής εκεχειρίας, οι Ελληνες παραμέριζαν τις διαφορές και τις διαμάχες τους και επιδίδονταν στα ειρηνικά έργα και στη δημιουργική άμιλλα. Στον χρόνο αυτό ποιητές και φιλόσοφοι, μουσικοί και ρήτορες διάβαζαν στην Ολυμπία τα έργα τους και παρακινούσαν τους Ελληνες σε συναδέλφωση και ομόνοια, σε έργα δημιουργικά και ειρηνικά.
Η σημαντικότερη προσφορά του Ιερού της Ολυμπίας και των αγώνων της, βρίσκεται ακριβώς σ' αυτό το σημείο. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι ότι και σ' αυτές ακόμη τις τραγικές ημέρες, στις παραμονές της μεγάλης μάχης με τους Πέρσες το 480 π.Χ., όταν ο Λεωνίδας με τους 300 ήρωες έπεφταν στις Θερμοπύλες, στο βωμό της Ελευθερίας, οι Έλληνες συγκεντρωμένοι στην Ολυμπία, κατά την 75η Ολυμπιάδα συνέχιζαν, με την ίδια θέρμη, τους αγώνες. Ο Ηρόδοτος διηγείται ότι ένας από τους αξιωματούχους του Πέρση βασιλιά, μόλις πληροφορήθηκε ότι το βραβείο της νίκης θα ήταν ένα απλό στεφάνι από κλαδί αγριελιάς, αναφώνησε: «Αλίμονο Μαρδόνιε, εναντίον σε ποιους άνδρες μας οδηγείς να πολεμήσουμε, που δεν αγωνίζονται για το χρυσάφι, αλλά μόνο για την αρετή».
Το Ιερό της Ολυμπίας και οι ολυμπιακοί αγώνες δεν κατόρθωσαν ασφαλώς να επιτύχουν μια πανελλήνια πολιτική ένωση. Πέτυχαν όμως κάτι σπουδαιότερο και υψηλότερο: να αποκρυσταλλωθούν και να επιβληθούν τα κοινά χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος, παρά τις αντιδικίες και τις έχθρες, ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Πέτυχαν να αναδείξουν την αγωνιστική άμιλλα σε υψηλό πνευματικό επίπεδο. Πέτυχαν να αναγάγουν την άθληση του σώματος σε Ιδέα του πνεύματος. Στην πρώτη Ολυμπιάδα που έγινε μετά τη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, το 476 π.Χ., γιορτάστηκε πανηγυρικά η πιο δοξασμένη ώρα της ιστορίας της Ελλάδος και η πιο λαμπρή του Ιερού της Ολυμπίας. Οι χιλιάδες των Ελλήνων, που ήταν εκεί συγκεντρωμένοι, αποθέωσαν τον πρωτεργάτη της νίκης Θεμιστοκλή, σαν ολυμπιονίκη και ορκίστηκαν πίστη στους θεούς και στο ιδανικό του αγωνιζομένου ελευθέρου ανθρώπου.
 Ελένη Kούκκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου